- οξυλίπαρος
- ὀξυλίπαρος, -ον (Α)αυτός που αποτελείται από ξίδι και λάδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + λιπαρός (πρβλ. κατα-λίπαρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀξυλίπαρον — ὀξυλίπαρος composed of vinegar and oil masc/fem acc sg ὀξυλίπαρος composed of vinegar and oil neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυλιπάρου — ὀξυλίπαρος composed of vinegar and oil masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυλιπάρῳ — ὀξυλίπαρος composed of vinegar and oil masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… … Dictionary of Greek
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek